πιρούνι

πιρούνι
το
-ιού
1. όργανο, εργαλείο φαγητού.
2. είδος φυτού, αλλιώς ψευτοκώνειο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πιρούνι — και πηρούνι, το, Ν επιτραπέζιο σκεύος φαγητού, γνωστό από την αρχαιότητα, το οποίο αποτελείται από στέλεχος, τη λαβή, και από δύο, τρεις ή τέσσερεις αιχμές συνεχόμενες με το στέλεχος και χρησιμοποιείται προκειμένου για στερεά τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • πιρουνιά — η, Ν [πιρούνι] ποσότητα φαγητού που μπορεί να πιάσει κανείς με ένα πιρούνι …   Dictionary of Greek

  • εξαυστήρ — ἐξαυστήρ, ο (Α) [εξαύω (I)] μεγάλο πιρούνι για να βγάζουν το κρέας από το τσουκάλι …   Dictionary of Greek

  • μαχαιροπίρουνο — το 1. ζεύγος από επιτραπέζιο μαχαίρι και πιρούνι 2. στον πληθ. τα μαχαιροπίρουνα σύνολο από επιτραπέζια μαχαίρια, πιρούνια και κουτάλια …   Dictionary of Greek

  • πείρω — Α 1. (κυρίως σχετικά με κρέας που ετοιμάζεται για ψήσιμο) τρυπώ κάτι από τη μια ώς την άλλη άκρη, τρυπώ πέρα πέρα, διατρυπώ («κρέατ ὤπτων, ἄλλα τ ἔπειρον», Ομ. Οδ.) 2. περνώ κρέατα στη σούβλα, σουβλίζω 3. φρ. α) «πείρω τινὰ διά τίνος» τρυπώ διά… …   Dictionary of Greek

  • πειρούνι — το βλ. πιρούνι …   Dictionary of Greek

  • περονιάζω — Ν [περόνη] 1. τρυπάω, καρφώνω έδεσμα με το πιρούνι 2. (για κρύο ή υγρασία) διαπερνώ («μέ περόνιασε το κρύο απόψε») 3. θίγω βαθύτατα κάποιον, τόν κάνω να λυπηθεί πολύ («τα λόγια μου τόν περονιάζουν») …   Dictionary of Greek

  • περόνη — Μακρύ οστό του κάτω άκρου που μετέχει στην ποδοκνημική άρθρωση· αρθρούται στο επάνω μέρος με το άνω άκρο της κνήμης, ενώ στο κάτω μέρος συνδέεται με την κνήμη με τη μεσόστεα μεμβράνη και με ισχυρούς συνδέσμους. Το κάτω άκρο της σχηματίζει το έξω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”